Σχολιάστε

Ανανεώνει τα χαρτιά του κάθε χρόνο. Βλέπει τις ταινίες του να παίρνουν την «ελληνικότητα», ενώ το κράτος αρνείται στον ίδιο τον δημιουργό τους την ελληνική ιθαγένεια

Βγαίνει από σήμερα στις αίθουσες το «Χαμομήλι» του Νεριτάν Ζιντζιρία

Τρέξτε να δείτε στις αίθουσες τη μικρού μήκους ταινία-αποκάλυψη ενός 23χρονου αυτοδίδακτου Αλβανού, που γυρίστηκε στα χιονισμένα βουνά της Μακεδονίας και διηγείται μια συγκινητική ιστορία απώλειας και αφοσίωσης

Χιόνι μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι, ορεινό τοπίο και μια ηλικιωμένη γυναίκα, μόνη, ολομόναχη να προσπαθεί να μεταφέρει με ένα κάρο το νεκρό σώμα του συζύγου της. Τίποτε άλλο. Λίγα πλάνα, που σου κόβουν την ανάσα, όχι μόνο από το θέμα ή από την ένταση στο γυναικείο πρόσωπο. Αλλά από τον εσωτερικό τους ρυθμό και τη σιγουριά του κινηματογραφιστή.

Ξέρεις, άλλωστε, ότι είναι ένα παιδάκι 23 χρόνων. Με τζόκεϊ, φαρδιά παντελόνια κι ένα ακόμα πλατύτερο χαμόγελο. Ο Νεριτάν Ζιντζιρία, ένα από τα πρόσωπα της χρονιάς που μας πέρασε, αφού θριάμβευε από φεστιβάλ σε φεστιβάλ, ήρθε η στιγμή να δείξει το πολυσυζητημένο μικρού μήκους «Χαμομήλι» του στις αίθουσες για το πλατύ (ας ευχηθούμε) κοινό. Προβάλλεται από σήμερα μαζί με το επίσης πολυαναμενόμενο «Man at Sea» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη.

Ο Νεριτάν, γεννημένος στην Αλβανία, ήρθε στην Ελλάδα σε ηλικία 3 χρόνων με την πολύ δεμένη οικογένειά του (γονείς και μεγαλύτερη αδελφή), βαφτίστηκε Χρήστος («δεν με ρώτησαν για να ασφαλιστεί το παιδί, να αφομοιωθεί καλύτερα, θα σκέφτηκαν»), ήταν άριστος μαθητής, δεν είχε ιδιαίτερα προβλήματα ρατσισμού («περισσότερο τον νιώθω τώρα, που ασχολούμαι με το σινεμά») και όδευε φουλ για το πανεπιστήμιο. Μέχρι που μπήκε το «Τριανόν» στον δρόμο του.

Ηταν 15-16 χρόνων όταν άρχισε να χώνεται στη σκοτεινή του αίθουσα («δούλευε η αδελφή μου και πήγαινα για γρανίτες και ποπκόρν») και να βλέπει τα πάντα. Θα μπορούσε να κλοτσήσει μπροστά σε τόσο βαριά κινηματογραφική κουλτούρα. Αυτός, όμως, λάτρεψε τον Σατιαγίτ Ρέι, τον Παρατζάνοφ, τον Κιαροστάμι. Και κόλλησε. «Αμα σε μαγέψει μια φορά το σινεμά, σε κρατά μαγεμένο για πάντα», μου λέει. «Δεν μπορείς να το αποβάλεις, να το ξορκίσεις». Πάει και το πανεπιστήμιο, πάνε κι όλα. Ούτε καν στη Σχολή Σταυράκου δεν πήγε.

Δάσκαλο, όμως, βρήκε. «Ο Μπουγιάρ Αλιμάνι ήταν αυτός που με πήρε από το χέρι», λέει. Ο γνωστός και αγαπητός Αλβανός σκηνοθέτης, που ζει και γυρίζει ταινίες στην Ελλάδα, τον βοήθησε, όπως διηγείται ο Νεριτάν, να «ξεπεράσει μαλακά τη μετωπική σύγκρουση με την οικογένειά του», να «ξαναεπισκεφτεί εικόνες που είχε δει μικρός», «να εμπιστευτεί το κομμάτι που είχε μέσα του».

Και έχει έναν πολύ ιδιαίτερο, προσωπικό και πεισματάρικο τρόπο να κάνει σινεμά ο Νεριτάν. Φάνηκε ήδη από την πρώτη του ταινιούλα, την «Καλύτερη νύφη» (βραβείο στη Δράμα, το 2008). Αλλά το «Χαμομήλι» έκανε τους πάντες να αποκαλυφθούν μπροστά του. Ακουσα να τον παρομοιάζουν με τον Μπέλα Ταρ. Για να μην αναφερθούμε και στις πολύ δύσκολες συνθήκες γυρίσματος, πέντε μέρες με χιόνι στο Ελατοχώρι, βορειοανατολικά του Ολύμπου.

Είχα κάποια πράγματα στο κεφάλι μου», λέει, «έγινε ένα δισέλιδο σενάριο που ούτε καν τον χρόνο της ταινίας δεν μπορούσε να δικαιολογήσει, αυτά τα 14,48 λεπτά. Αισθάνομαι, δεν σκέφτομαι. Και ειδικά πίσω από την κάμερα. Το πλάνο μου δεν ξεκινά ποτέ με προθέσεις και λογικούς συλλογισμούς, υπάρχει ένας κορμός που τον ξεχνάω όταν κάνω γύρισμα. Μου αρέσει το απρόβλεπτο. Είμαι μπρεσονικής σχολής».

Το «Χαμομήλι», όπως άλλωστε και η «Καλύτερη νύφη», χειρίζεται το θέμα της απώλειας. Δεν θα “πρεπε να μην τον απασχολεί σ” αυτή την ηλικία; «Φοβάμαι σε πολλαπλά επίπεδα», απαντά. «Μη χάσω δικούς μου ανθρώπους, αλλά και σχέσεις, που έχουν σοβαρό αντίκτυπο στον χαρακτήρα μου. Δηλαδή, δεν θα “θελα να εγκαταλείψω ποτέ την Ελλάδα. Θεωρώ ότι ο δημιουργός είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον τόπο στον οποίο εργάζεται. Θέλω στις δικές μου ταινίες να υπάρχει κινηματογραφικός τόπος, χρόνος και γλώσσα ελληνική».

Ναι. Αυτός ο νεαρός με το μεγάλο ταλέντο, που νιώθει δεμένος με τη χώρα μας, αρνείται να το παίξει, όπως λέει, «επαγγελματίας μετανάστης». Αντέχει να μιλάει για τον ρατσισμό με ηρεμία. «Ανήκει στην ελαττωματική φύση του ανθρώπου, μόνο η παιδεία και οι κοινωνικές εμπειρίες μπορούν να τον απαλύνουν».

Και φυσικά, ούτε λόγος για ελληνική υπηκοότητα. Ανανεώνει τα χαρτιά του κάθε χρόνο. Βλέπει τις ταινίες του να παίρνουν την «ελληνικότητα», ενώ το κράτος αρνείται στον ίδιο τον δημιουργό τους την ελληνική ιθαγένεια. Παράλογο;

v.georgakopoulou@efsyn.gr

Σχολιάστε